διάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διάκος | οι | διάκοι |
γενική | του | διάκου | των | διάκων |
αιτιατική | τον | διάκο | τους | διάκους |
κλητική | διάκο & διάκε |
διάκοι | ||
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή διάκων < διάκονος με μεταπλασμό σε -ος όπως γέρων > γέρος[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιάκος αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο διάκονος (κληρικός με τον κατώτερο βαθμό ιεροσύνης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάκος
→ δείτε τη λέξη διάκονος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας