• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ασχολία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀσχολία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασχολία οι ασχολίες
      γενική της ασχολίας των ασχολιών
    αιτιατική την ασχολία τις ασχολίες
     κλητική ασχολία ασχολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχολία < αρχαία ελληνική ἀσχολία < ἀ- + σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασχολία θηλυκό

  1. η δραστηριότητα
  2. η απασχόληση, η ενασχόληση
  3. (κατ’ επέκταση) η εργασία, το επάγγελμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη έχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ασχολία
  • αγγλικά : business (en), occupation (en), concern (en), affair (en)
  • γαλλικά : occupation (fr), emploi (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ασχολία&oldid=5601406"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Οκτωβρίου 2022, στις 14:38

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Οκτωβρίου 2022, στις 14:38.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας