Ετυμολογία

επεξεργασία
modiste < mode

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
modiste modistes

modiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) πωλητής γυναικείων ενδυμάτων και αξεσουάρ
  2. κατασκευαστής γυναικείων καπέλων

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη mode