πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδιόρθωση οι υπερδιορθώσεις
      γενική της υπερδιόρθωσης* των υπερδιορθώσεων
    αιτιατική την υπερδιόρθωση τις υπερδιορθώσεις
     κλητική υπερδιόρθωση υπερδιορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερδιόρθωση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία