↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδιόρθωση οι υπερδιορθώσεις
      γενική της υπερδιόρθωσης* των υπερδιορθώσεων
    αιτιατική την υπερδιόρθωση τις υπερδιορθώσεις
     κλητική υπερδιόρθωση υπερδιορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερδιόρθωση < υπερ- + διόρθωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypercorrection)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερδιόρθωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία