ιδεοληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðe.o.li.ptiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαιδεοληπτικός, -ή, -ό
- (ψυχιατρική) που πάσχει από ιδεοληψία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιδεοληπτικός αρσενικό
- (ψυχιατρική) αυτός που πάσχει από ιδεοληψία