επαγγελματίας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | επαγγελματίας | επαγγελματίες |
γενική | επαγγελματία | επαγγελματιών |
αιτιατική | επαγγελματία | επαγγελματίες |
κλητική | επαγγελματία | επαγγελματίες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επαγγελματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που ασκεί επάγγελμα
- που ασκεί δραστηριότητα με συνέπεια, υπευθυνότητα και επιτυχία
- (μειωτικά) που ασκεί λειτούργημα μόνο και μόνο για υλικές απολαβές
- είναι στυγνός επαγγελματίας
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη: επάγγελμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επαγγελματίας