↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ερασιτέχνης οι ερασιτέχνες
      γενική του
του/της
ερασιτέχνη
ερασιτέχνου
των ερασιτεχνών
    αιτιατική τον/την ερασιτέχνη τους/τις ερασιτέχνες
     κλητική ερασιτέχνη ερασιτέχνες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερασιτέχνης < ἐρασιτέχνης, (μαρτυρείται από το 1887).[1] < ερασι- (< αρχαία ελληνική ἐρασι- ἔραμαι) + -τέχνης (< τέχνηαπόδοση για τη γαλλική amateur η από την ιταλική dilettante [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ɾa.siˈte.xnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρα‐σι‐τέ‐χνης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ερασιτέχνης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό, και ερασιτέχνισσα, λόγιο ερασιτέχνις)[3]

  1. (και σε επιθετική λειτουργία) που ασχολείται με κάτι από ευχαρίστηση, όχι επαγγελματικά ή με σκοπό το οικονομικό κέρδος
    ⮡  είναι ερασιτέχνης - είναι ερασιτέχνης χορευτής: χορεύει ερασιτεχνικά
     αντώνυμα: επαγγελματίας
  2. (κακόσημο) που δε διαθέτει επαγγελματισμό, οργανωτικότητα ή ειδικές γνώσεις, αλλά χαρακτηρίζεται από προχειρότητα κι ανευθυνότητα
     συνώνυμα: ντιλετάντης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 408, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ερασιτέχνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ερασιτέχνηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)