Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

amator < amo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

amator (pl) αρσενικό

Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

amator < λατινική amator

  Ουσιαστικό επεξεργασία

amator (pl) αρσενικό

  1. αυτός που αγαπά, του αρέσει κάποιο υλικό αντικείμενο ή μια ιδέα, ο εραστής
  2. ο ερασιτέχνης
     συνώνυμα: dyletant, laik

Συγγενικά επεξεργασία