ερασιτέχνις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερασιτέχνις | οι | ερασιτέχνιδες |
γενική | της | ερασιτέχνιδος (ερασιτέχνιδας) |
των | ερασιτεχνίδων (ερασιτέχνιδων) |
αιτιατική | την | ερασιτέχνιδα | τις | ερασιτέχνιδες |
κλητική | ερασιτέχνι (ερασιτέχνις) | ερασιτέχνιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερασιτέχνις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐρασιτέχνις, θηλυκό του ἐρασιτέχνης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερασιτέχνις θηλυκό
- (λόγιο) η ερασιτέχνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερασιτέχνις
|
Πηγές
επεξεργασία- «ερασιτέχνης, ερασιτέχνις» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)