ερασιτεχνικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ερασιτεχνικά < ερασιτεχνικ(ός) + -ά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ερασιτεχνικά
- με ερασιτεχνικό τρόπο, χωρίς επαγγελματικότητα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ερασιτεχνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερασιτεχνικός