ερασιτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ερασιτεχνικός < ἐρασιτεχνικός, ήδη το 1893[1] < ερασιτέχν(ης) + -ικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾa.si.te.xniˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρα‐σι‐τε‐χνι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ερασιτεχνικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον ερασιτέχνη και όχι τον επαγγελματία
- ↪ δίπλωμα ερασιτεχνικής οδήγησης
- (κακόσημο) που στερείται επαγγελματισμού, υπευθυνότητας και συστηματικότητας
- ↪ Η δουλειά του είναι ερασιτεχνική και γεμάτη προχειρότητα.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ερασιτεχνικά (επίρρημα)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ερασιτέχνης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ σελ. 408, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ερασιτεχνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ερασιτεχνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)