amateur
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | amateur |
συγκριτικός | more amateur |
υπερθετικός | most amateur |
amateur (en)
- ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, που σχετίζεται με τον ερασιτέχνη και όχι τον επαγγελματία
an amateur football team - ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα
an amateur painter/photographer - ερασιτέχνης ζωγράφος/φωτογράφος
- (κακόσημο) ερασιτεχνικός, που δεν γίνεται καλά ή με επιδεξιότητα
His work is amateur and full of sloppiness.
- Η δουλειά του είναι ερασιτεχνική και γεμάτη προχειρότητα.
- ≈ συνώνυμα: amateurish
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
amateur | amateurs |
amateur (en)
- (κακόσημο) ερασιτέχνης, ένα άτομο που δεν έχει αρκετές δεξιότητες για να μπορεί να κάνει κάτι καλά
You are all amateurs!
- Είστε όλοι ερασιτέχνες!
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
amateur (fr)