amateurish
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | amateurish |
συγκριτικός | more amateurish |
υπερθετικός | most amateurish |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
amateurish (en)
- (κακόσημο) ερασιτεχνικός, που δεν γίνεται καλά ή με επιδεξιότητα