Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επαγγελματισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επαγγελματισμ
ός
οι
επαγγελματισμ
οί
γενική
του
επαγγελματισμ
ού
των
επαγγελματισμ
ών
αιτιατική
τον
επαγγελματισμ
ό
τους
επαγγελματισμ
ούς
κλητική
επαγγελματισμ
έ
επαγγελματισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επαγγελματισμός
<
επαγγελματίας
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επαγγελματισμός
αρσενικό
η
άσκηση
επαγγελματικών
δραστηριοτήτων
με
ευσυνειδησία
,
υπευθυνότητα
και
συστηματικότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
επαγγελματικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επαγγελματισμός
αγγλικά
:
professionalism
(en)
γαλλικά
:
professionnalisme
(fr)
ισπανικά
:
profesionalidad
(es)