• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σμηνίτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σμηνίτης οι σμηνίτες
      γενική του σμηνίτη των σμηνιτών
    αιτιατική τον σμηνίτη τους σμηνίτες
     κλητική σμηνίτη σμηνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σμηνίτης < σμήνος + -ίτης

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zmiˈni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐νί‐της

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμηνίτης αρσενικό ή θηλυκό

  • (στρατιωτικός βαθμός) ο οπλίτης που υπηρετεί στην πολεμική αεροπορία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη σμήνος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σμηνίτης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σμηνίτης&oldid=7111614"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:45.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας