ράφτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράφτρα | οι | ράφτρες |
γενική | της | ράφτρας | — | |
αιτιατική | τη | ράφτρα | τις | ράφτρες |
κλητική | ράφτρα | ράφτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράφτρα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ράπτρια (λόγιο)
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ράφτης
ράφτρα