maîtresse couturière
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- maîtresse couturière: → δείτε τις λέξεις maîtresse και couturière
Ουσιαστικό
επεξεργασία
maîtresse couturière (fr) θηλυκό (πληθυντικός: maîtresses couturières)
- (παρωχημένο, ιστορία, μόδα, ενδυμασία, επάγγελμα) μέλος της συντεχνίας των ραπτριών «maîtresses couturières» στο Παρίσι στην περίοδο 1675-1791
- → δείτε και τη λέξη αρχιράπτρια
Πηγές
επεξεργασία
-
maîtresses couturières (συντεχνία) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- maîtresse - 5e édition (1798), 5η έκδοση Dictionnaire de l’Académie française [Λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας] (στα γαλλικά - διαθέσιμες όλες οι εκδόσεις - abréviations)