αρχιράπτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρχιράπτρια < αρχιράπ(της) απλοποιημένη γραφή του ἀρχιρράπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια ή αρχι- + ράπτρια ή λόγια επίδραση στο αρχιράφτρα Δείτε τον γαλλικό όρο maîtresse couturière.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈɾa.ptɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐ρά‐πτρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχιράπτρια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχιράπτρια
|
Πηγές
επεξεργασία
- Ραγκαβής, Αλέξανδρος Ρίζος, et al. (1842). Λεξικόν Γαλλοελληνικόν […]. σ.549, λήμμα Maîtresse: ἀρχιράπτρια, ως μετάφραση του γαλλικού maîtresse couturière