Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοδιστρική
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μοδιστρικ
ή
οι
μοδιστρικ
ές
γενική
της
μοδιστρικ
ής
των
μοδιστρικ
ών
αιτιατική
τη
μοδιστρικ
ή
τις
μοδιστρικ
ές
κλητική
μοδιστρικ
ή
μοδιστρικ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μοδιστρική
<
ουσιαστικοποιημένο
θηλυκό
του
επιθέτου
μοδιστρικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοδιστρική
θηλυκό
η
τέχνη
του
μόδιστρου
ή της
μοδίστρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοδιστρική
γαλλικά
:
couture
(fr)