↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλεκτρισμός οι ηλεκτρισμοί
      γενική του ηλεκτρισμού των ηλεκτρισμών
    αιτιατική τον ηλεκτρισμό τους ηλεκτρισμούς
     κλητική ηλεκτρισμέ ηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλεκτρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électricité ή από την αγγλική electricity < υστερολατινική electricitas < electrum < αρχαία ελληνική ἤλεκτρ(ον) + -ισμός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.lek.tɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λε‐κτρι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηλεκτρισμός αρσενικό

  1. (φυσική) απόκτηση ηλεκτρικού φορτίου
    ⮡  Το ήλεκτρο ήταν το πρώτο υλικό που παρατηρήθηκε να έχει φορτίο, το οποίο έδωσε το όνομά του στο φαινόμενο, τον ηλεκτρισμό.
  2. (φυσική) η κίνηση των ηλεκτρονίων που μεταφέρει ενέργεια
  3. (φυσική) κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα ηλεκτρικά φαινόμενα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ήλεκτρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία