θερμοηλεκτρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοηλεκτρισμός (μαρτυρείται από το 1840)[1] < θερμότητα + ηλεκτρισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοηλεκτρισμός αρσενικό
- το φαινόμενο της άμεσης μετατροπής θερμότητας σε ηλεκτρισμό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοηλεκτρισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου