↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιοηλεκτρισμός οι βιοηλεκτρισμοί
      γενική του βιοηλεκτρισμού των βιοηλεκτρισμών
    αιτιατική τον βιοηλεκτρισμό τους βιοηλεκτρισμούς
     κλητική βιοηλεκτρισμέ βιοηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιοηλεκτρισμός < βιο- + ηλεκτρισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιοηλεκτρισμός αρσενικό (νεολογισμός)

  1. (βιολογία, φυσική) ηλεκτρικά σήματα ή κύκλωμα που δημιουργείται σ' έναν οργανισμό (όπως στους νευρώνες, τους μυς κ.α.)
  2. η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μονάδες βιολογικού καθαρισμού

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία