γάζωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάζωμα | τα | γαζώματα |
γενική | του | γαζώματος | των | γαζωμάτων |
αιτιατική | το | γάζωμα | τα | γαζώματα |
κλητική | γάζωμα | γαζώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάζωμα < γαζώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάζωμα ουδέτερο
- το ράψιμο στη ραπτομηχανή
- (μεταφορικά) το να γεμίζεις κάτι με τρύπες, πυροβολώντας εναντίον του με ριπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία γάζωμα
|