Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρελιάζω < ρέλ(ι) + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ρελιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ρέλι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία