ἱμάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἱμᾰντ- (ῐ, μερικές φορές ῑ) | |||||
ονομαστική | ὁ | ἱμάς | οἱ | ἱμάντες | |
γενική | τοῦ | ἱμάντος | τῶν | ἱμάντων | |
δοτική | τῷ | ἱμάντῐ | τοῖς | ἱμᾶσῐ(ν) επικός: ἱμάντεσσι | |
αιτιατική | τὸν | ἱμάντᾰ | τοὺς | ἱμάντᾰς | |
κλητική ὦ! | ἱμάς | ἱμάντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱμάντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱμάντοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱμάς' όπως «ἱμάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱμάς < αμάρτυρο ουσιαστικό *ἱμά (σκοινί, χορδή), → δείτε και τη λέξη ἱμαῖος. Συγγενή: ἱμάω, ἱμαίνω, ἱμάσθλη, σανσκριτική सीमन् (sīman, όριο, σύνορο). [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱμάς αρσενικό
- ιμάντας, λουρί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 201
- ἐν δ᾽ ἐτάνυσσ᾽ ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν.
- και τάνυσα λουριά βοδιού, απ᾽ την πορφύρα φωτεινά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ ἐτάνυσσ᾽ ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 98.2
- Ἄνδρες Ἴωνες, ἡ μὲν πρότερον γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν μετείσθω μοι, ἔχοντες δὲ τὸν ἱμάντα τόνδε ποιέετε τάδε·
- «Άνδρες Ίωνες, παίρνω πίσω την απόφαση για τη γέφυρα που σας ανακοίνωσα προηγουμένως· κι εσείς κρατήστε αυτό το σκοινί και νά τί να κάνετε:
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἄνδρες Ἴωνες, ἡ μὲν πρότερον γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν μετείσθω μοι, ἔχοντες δὲ τὸν ἱμάντα τόνδε ποιέετε τάδε·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 201
- μαστίγιο με πολλά λουριά
- λουρί για το δέσιμο της γροθιάς πυγμάχου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 342c @scaife.perseus
- καὶ ἱμάντας περιειλίττονται καὶ φιλογυμναστοῦσιν καὶ βραχείας ἀναβολὰς φοροῦσιν, ὡς δὴ τούτοις κρατοῦντας τῶν Ἑλλήνων τοὺς Λακεδαιμονίους·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 342c @scaife.perseus
- σχοινί ιστίου
- λουρί σκύλου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 6.1 @scaife.perseus
- κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἱμάντες, στελμονίαι· ἔστω δὲ τὰ μὲν δέραια μαλακά, πλατέα, ἵνα μὴ θραύῃ τὰς τρίχας τῶν κυνῶν, οἱ δὲ ἱμάντες ἔχοντες ἀγκύλας τῇ χειρί, ἄλλο δὲ μηδέν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 6.1 @scaife.perseus
- λουρί σανδαλιού
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 5.14 (5.13-5.14)
- τῶν δὲ ποδῶν εἴ τις κινοῖτο καὶ μηδέποτε ἡσυχίαν ἔχοι καὶ εἰς τὴν νύκτα ὑπολύοιτο· ὅσοι δὲ ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο, εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο·
- Προφυλαχτικό μέτρο για τα πόδια ήταν να κινείται κανείς, χωρίς να σταματά καθόλου, και να βγάζει τα παπούτσια του τη νύχτα. Ενώ σ᾽ όσους κοιμόνταν φορώντας τα, χώνονταν τα λουριά μέσα στα πόδια τους και τα παπούτσια κοκάλιαζαν τριγύρω.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- τῶν δὲ ποδῶν εἴ τις κινοῖτο καὶ μηδέποτε ἡσυχίαν ἔχοι καὶ εἰς τὴν νύκτα ὑπολύοιτο· ὅσοι δὲ ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο, εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 5.14 (5.13-5.14)
- (στον πληθυντικό) ηνία, χαλινάρια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 475 (474-475)
- Ῥῆσος δ᾽ ἐν μέσῳ εὗδε, παρ᾽ αὐτῷ δ᾽ ὠκέες ἵπποι | ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο.
- στην μέσην εκοιμάτο ο Ρήσος και οι ταχύποδες ίπποι του | από την άκρην της άμαξας εστέκονταν με τα λουριά δεμένοι.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ῥῆσος δ᾽ ἐν μέσῳ εὗδε, παρ᾽ αὐτῷ δ᾽ ὠκέες ἵπποι | ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης ἱμᾶσι δέδεντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 475 (474-475)
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἱμαντάριον
- ἱμαντελιγμός
- ἱμαντελικτεύς
- ἱμαντελίκτης
- ἱμαντελικτής
- ἱμάντηρις
- ἱμαντίδιον
- ἱμάντινος
- ἱμάντιον
- ἱμαντίσκος
- ἱμαντισμός
- ἱμαντόδεσμος
- ἱμαντόδετος
- ἱμαντομάχος
- ἱμαντοπάροχος
- ἱμαντοπέδη
- ἱμαντόπους
- ἱμαντοσκελής
- ἱμαντοτομέω
- ἱμαντοτόμος
- ἱμαντόω
- ἱμαντώδης
- ἱμάντωμα
- ἱμάντωσις
- ἱμάσθλη
- ἱμάσκω
- ἱμασσία
- ἱμάσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιμάντας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἱμάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱμάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.