ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστόδεσμος οἱ μαστόδεσμοι
      γενική τοῦ μαστοδέσμου τῶν μαστοδέσμων
      δοτική τῷ μαστοδέσμ τοῖς μαστοδέσμοις
    αιτιατική τὸν μαστόδεσμον τοὺς μαστοδέσμους
     κλητική ! μαστόδεσμε μαστόδεσμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστοδέσμω
γεν-δοτ τοῖν  μαστοδέσμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστόδεσμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστόδεσμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία