↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑλιγμᾰτ-
ονομαστική τὸ ἕλιγμᾰ τὰ ἑλίγμᾰτ
      γενική τοῦ ἑλίγμᾰτος τῶν ἑλιγμᾰ́των
      δοτική τῷ ἑλίγμᾰτ τοῖς ἑλίγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕλιγμᾰ τὰ ἑλίγμᾰτ
     κλητική ! ἕλιγμᾰ ἑλίγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλίγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἑλιγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕλιγμα < ἑλίσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕλιγμα, -ματος ουδέτερο

  1. (στον πληθυντικό) βραχιόλι
  2. τύλιγμα, δίπλωμα
  3. (ελληνιστική σημασία) δέμα, πακέτο
  4. (ελληνιστική σημασία , για μαλλιά) βόστρυχος, μπούκλα
    ※  3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 211, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
    τὸν ἀργυροῦν Ἔρωτα, καὶ περίσφυρον
    πέζαν, τὸ πορφυρεῦν τε Λεσβίδος κόμης
    ἕλιγμα, καὶ μηλοῦχον ὑαλόχροα,
    τὸ χάλκεὸν τ᾽ ἔσοπτρον, ἠδὲ τὸν πλατὺν
    τριχῶν σαγηνευτῆρα, πύξινον κτένα,
    ὧν ἤθελεν τυχοῦσα, γνησία Κύπρι,
    ἐν σαῖς τίθησι Καλλίκλεια παστάσιν,
    ΣτΕ: Η εταίρα Καλλίκλεια έδωσε ως αναθέματα στη θεά Αφροδίτη ένα αγαλματίδιο του Έρωτα και διάφορα προσωπικά είδη μεταξύ αυτών και μία μπούκλα από τα μαλλιά της για την εκπλήρωση των ευχών της.[1]
  5. (ελληνιστική σημασία , ιατρική) θλάσμα του κρανίου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία