ἕλιγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἑλιγμᾰτ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἕλιγμᾰ | τὰ | ἑλίγμᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | ἑλίγμᾰτος | τῶν | ἑλιγμᾰ́των | |
δοτική | τῷ | ἑλίγμᾰτῐ | τοῖς | ἑλίγμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἕλιγμᾰ | τὰ | ἑλίγμᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | ἕλιγμᾰ | ἑλίγμᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑλίγμᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑλιγμᾰ́τοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕλιγμα < ἑλίσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἕλιγμα, -ματος ουδέτερο
- (στον πληθυντικό) βραχιόλι
- τύλιγμα, δίπλωμα
- (ελληνιστική σημασία) δέμα, πακέτο
- (ελληνιστική σημασία , για μαλλιά) βόστρυχος, μπούκλα
- ※ 3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 211, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org, @perseus.tufts.edu
- (ελληνιστική σημασία , ιατρική) θλάσμα του κρανίου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἑλίσσω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπάτζιου Ανδρομάχη, Η ανάθεση της κόμης στην αρχαία Ελλάδα: ερμηνευτική προσέγγιση σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες και την εικονογραφία, ΕΚΠΑ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, διπλωματική εργασία, Αθήνα 2017, σελ. 76-77 @pergamos.lib.uoa.gr
Πηγές
επεξεργασία- ἕλιγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕλιγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.