Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τύλιγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τύλιγμα
τα
τυλίγμα
τ
α
γενική
του
τυλίγμα
τ
ος
των
τυλιγμά
τ
ων
αιτιατική
το
τύλιγμα
τα
τυλίγμα
τ
α
κλητική
τύλιγμα
τυλίγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τύλιγμα
<
ελληνιστική κοινή
τύλιγμα
<
τυλίσσω
/
τυλίττω
<
αρχαία ελληνική
τύλη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τύλιγμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τυλίγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τύλιγμα
αγγλικά
:
wrapping
(en)