Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυλίσσω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τύλη.[1] Δείτε και τύμβος.

  Ρήμα επεξεργασία

τυλίσσω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία