πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόστρυχος οι βόστρυχοι
      γενική του βοστρύχου
& βόστρυχου
των βοστρύχων
    αιτιατική τον βόστρυχο τους βοστρύχους
& βόστρυχους
     κλητική βόστρυχε βόστρυχοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόστρυχος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βόστρυχος οἱ βόστρυχοι
      γενική τοῦ βοστρύχου τῶν βοστρύχων
      δοτική τῷ βοστρύχ τοῖς βοστρύχοις
    αιτιατική τὸν βόστρυχον τοὺς βοστρύχους
     κλητική ! βόστρυχε βόστρυχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοστρύχω
γεν-δοτ τοῖν  βοστρύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βόστρυχος < ενδεχομένως η λέξη βότρυχος (με ίδια σημασία) ( < βότρυς, το τσαμπί με σταφύλια), με προσθήκη εκφραστικού σ-.[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βόστρυχος αρσενικό

  1. βόστρυχος, μπούκλα
      5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἑλένη, 1087-1089
    ἐγὼ δ᾽ ἐς οἴκους βᾶσα βοστρύχους τεμῶ | πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι | παρῆιδί τ᾽ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ †χροός†.
    Εγώ θα πάω μέσα, τα μαλλιά μου | θα κόψω, αντί λευκά θα βάλω μαύρα, | το πρόσωπό μου άγρια θα ματώσω.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος @greek-language.gr
  2. (μεταφορικά) διακοσμητικό στοιχείο

Αναφορές

επεξεργασία
  1. βόστρυχος, old.babiniotis.gr. Η ετυμολογική σύνδεση με την παλαιά νορβηγική γλώσσα kvaster (θύσανος, φούντα), ή άλλες παρεμφερείς γερμανικές λέξεις, φαίνεται αβάσιμη· βλ. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.