βοστρύχωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βοστρύχωση | οι | βοστρυχώσεις |
γενική | της | βοστρύχωσης* | των | βοστρυχώσεων |
αιτιατική | τη | βοστρύχωση | τις | βοστρυχώσεις |
κλητική | βοστρύχωση | βοστρυχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βοστρυχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βοστρύχωση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βόστρυχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βοστρύχωση
|