βοστρυχῶ
(Ανακατεύθυνση από βοστρυχώ)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοστρυχῶ < (ελληνιστική κοινή) βοστρυχίζω < αρχαία ελληνική βόστρυχος δείτε και βοστρυχόομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vo.stɾiˈxo/
Ρήμα επεξεργασία
βοστρυχῶ
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του βοστρυχίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βόστρυχος
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .