αβροβόστρυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβροβόστρυχος < (ελληνιστική κοινή) ἁβροβόστρυχος
Επίθετο
επεξεργασίααβροβόστρυχος
- (σπάνιο) (ποιητικός τύπος) που έχει αβρούς βοστρύχους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβροβόστρυχος
|