Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοστρυχωτός η βοστρυχωτή το βοστρυχωτό
      γενική του βοστρυχωτού της βοστρυχωτής του βοστρυχωτού
    αιτιατική τον βοστρυχωτό τη βοστρυχωτή το βοστρυχωτό
     κλητική βοστρυχωτέ βοστρυχωτή βοστρυχωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοστρυχωτοί οι βοστρυχωτές τα βοστρυχωτά
      γενική των βοστρυχωτών των βοστρυχωτών των βοστρυχωτών
    αιτιατική τους βοστρυχωτούς τις βοστρυχωτές τα βοστρυχωτά
     κλητική βοστρυχωτοί βοστρυχωτές βοστρυχωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοστρυχωτός < βόστρυχος + -ωτός

  Επίθετο επεξεργασία

βοστρυχωτός

  1. που μοιάζει με βόστρυχο
  2. που σχηματίζει βοστρύχους

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία