↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοστρυχοειδής η βοστρυχοειδής το βοστρυχοειδές
      γενική του βοστρυχοειδούς* της βοστρυχοειδούς του βοστρυχοειδούς
    αιτιατική τον βοστρυχοειδή τη βοστρυχοειδή το βοστρυχοειδές
     κλητική βοστρυχοειδή(ς) βοστρυχοειδής βοστρυχοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοστρυχοειδείς οι βοστρυχοειδείς τα βοστρυχοειδή
      γενική των βοστρυχοειδών των βοστρυχοειδών των βοστρυχοειδών
    αιτιατική τους βοστρυχοειδείς τις βοστρυχοειδείς τα βοστρυχοειδή
     κλητική βοστρυχοειδείς βοστρυχοειδείς βοστρυχοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βοστρυχοειδής < (ελληνιστική κοινήβοστρυχοειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

βοστρυχοειδής

  1. που μοιάζει με βόστρυχο
  2. που σχηματίζει βοστρύχους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία