Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοστρυχώδης η βοστρυχώδης το βοστρυχώδες
      γενική του βοστρυχώδους της βοστρυχώδους του βοστρυχώδους
    αιτιατική τον βοστρυχώδη τη βοστρυχώδη το βοστρυχώδες
     κλητική βοστρυχώδη(ς) βοστρυχώδης βοστρυχώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοστρυχώδεις οι βοστρυχώδεις τα βοστρυχώδη
      γενική των βοστρυχωδών των βοστρυχωδών των βοστρυχωδών
    αιτιατική τους βοστρυχώδεις τις βοστρυχώδεις τα βοστρυχώδη
     κλητική βοστρυχώδεις βοστρυχώδεις βοστρυχώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοστρυχώδης < ελληνιστική κοινή βοστρυχώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vo.stɾiˈxo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐στρυ‐χώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

βοστρυχώδης

  1. που μοιάζει με βόστρυχο
  2. που σχηματίζει βοστρύχους

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία