curl
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
curl | curls |
curl (en)
- η μπούκλα
Παράγωγα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | curl |
γ΄ ενικό ενεστώτα | curls |
αόριστος | curled |
παθητική μετοχή | curled |
ενεργητική μετοχή | curling |
curl (en)