Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σγουραίνω < σγουρός + -αίνω

  Ρήμα επεξεργασία

σγουραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι σγουρό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι σγουρός


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία