Ετυμολογία

επεξεργασία
σγουραίνω < σγουρός + -αίνω

σγουραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι σγουρό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι σγουρός


  Μεταφράσεις

επεξεργασία