Δείτε επίσης: Σγουρός, Σγούρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σγουρός η σγουρή το σγουρό
      γενική του σγουρού της σγουρής του σγουρού
    αιτιατική τον σγουρό τη σγουρή το σγουρό
     κλητική σγουρέ σγουρή σγουρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σγουροί οι σγουρές τα σγουρά
      γενική των σγουρών των σγουρών των σγουρών
    αιτιατική τους σγουρούς τις σγουρές τα σγουρά
     κλητική σγουροί σγουρές σγουρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Πορτρέτο "φαγιούμ" νεαρού άντρα με σγουρά μαλλιά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σγουρός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zɣuˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σγου‐ρός
ομόηχο: Σγουρός
τονικό παρώνυμο: Σγούρος

  Επίθετο

επεξεργασία

σγουρός, -ή, -ό

  1. που έχει τη φυσική τάση να δημιουργεί καμπύλους σχηματισμούς, μπούκλες ή βοστρύχους
    ⮡  σγουρά μαλλιά
    ⮡  σγουρός βασιλικός
  2. σγουρομάλλης, σγουρόμαλλος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία