σγουρομάλλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zɣu.ɾoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σγου‐ρο‐μάλ‐λης
Επίθετο επεξεργασία
σγουρομάλλης, -α/(-ού)/-ούσα, -ικο
- που έχει σγουρά μαλλιά
- άλλες μορφές: σγουρόμαλλος