Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούκλα οι μπούκλες
      γενική της μπούκλας
    αιτιατική την μπούκλα τις μπούκλες
     κλητική μπούκλα μπούκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπούκλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική boucle + < παλαιά γαλλική boucle / bocle < λατινική buccula, υποκοριστικό του bucca, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeHw- (φυσώ, φουσκώνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbu.kla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπού‐κλα
 
περούκα με πράσινες μπούκλες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούκλα θηλυκό

  1. (κομμωτική) μια τούφα (κατσαρών) μαλλιών
     συνώνυμα: βόστρυχος (λόγιο)
  2. (γενικότερα) τούφα από μαλλί

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μπούκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία