μπουκλίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουκλίτσα | οι | μπουκλίτσες |
γενική | της | μπουκλίτσας | — | |
αιτιατική | την | μπουκλίτσα | τις | μπουκλίτσες |
κλητική | μπουκλίτσα | μπουκλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουκλίτσα < μπούκλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουκλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του μπούκλα
- μικρή χαριτωμένη μπούκλα