Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσαρώνω < κατσαρός + -ώνω

κατσαρώνω

  1. κάνω κάτι (π.χ. τα μαλλιά) κατσαρό
  2. γίνομαι κατσαρός (π.χ. τα μαλλιά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία