πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βότρυς οι βότρυες
      γενική του βότρυος
& βότρυ*
των βοτρύων
    αιτιατική τον βότρυ τους βότρυες
& βότρυς
     κλητική βότρυ βότρυες
* νεότερος τύπος
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βότρυς.
Βότρυς άνθους του φυτού Lathyrus aureus.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βότρυς αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βοτρῠ-
ονομαστική βότρυς οἱ βότρυες
      γενική τοῦ βότρυος τῶν βοτρύων
      δοτική τῷ βότρυῐ̈ τοῖς βότρυσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βότρυν
& βότρυα
τοὺς βότρυς
& βότρυας
     κλητική ! βότρυ βότρυες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βότρυε
γεν-δοτ τοῖν  βοτρύοιν
Με επιπλέον μεταγενέστερες αιτιατικές.
Σπάνια, και ως θηλυκό.
Μεταγενέστερο και το ουδέτερο βότρυον, πληθυντικός τα βότρυα.
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βότρυς, ήδη ομηρικό < πιθανόν προελληνική ς αρχής [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.