Ετυμολογία

επεξεργασία
grappe < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική grape, crape < φραγκική *krappa (άγκιστρο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡʁap/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grappe grappes

grappe (fr) θηλυκό