βοτρυώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοτρυώδης < αρχαία ελληνική βοτρυώδης / βοτρυοειδής < βότρυς
Επίθετο επεξεργασία
βοτρυώδης
- (λόγιο) άλλη μορφή του βοτρυοειδής: που μοιάζει με βότρυ ή που είναι γεμάτος βότρυς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βότρυς
Μεταφράσεις επεξεργασία
βοτρυώδης
|