κόρυμβος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόρυμβος | οι | κόρυμβοι |
γενική | του | κορύμβου | των | κορύμβων |
αιτιατική | τον | κόρυμβο | τους | κορύμβους |
κλητική | κόρυμβε | κόρυμβοι | ||
όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόρυμβος < (αντιδάνειο) (λόγιο δάνειο) γαλλική corymbe < αρχαία ελληνική κόρυμβος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.ɾiɱ.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐ρυμ‐βος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόρυμβος αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κόρυμβος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | κόρυμβος | κορύμβω | κόρυμβοι |
Γενική | κορύμβου | κορύμβοιν | κορύμβων |
Δοτική | κορύμβῳ | κορύμβοιν | κορύμβοις |
Αιτιατική | κόρυμβον | κορύμβω | κορύμβους |
Κλητική | κόρυμβε | κορύμβω | κόρυμβοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόρυμβος < κόρυς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόρυμβος αρσενικό (πληθυντικός & τά κόρυμβα)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κόρυμβα νεών (οι ψηλές πρύμνες των καραβιών)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κόρυμβος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «κόρυμβος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ «κόρυμβος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.