κισσός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κισσός | οι | κισσοί |
γενική | του | κισσού | των | κισσών |
αιτιατική | τον | κισσό | τους | κισσούς |
κλητική | κισσέ | κισσοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κισσός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κισσός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κισ‐σός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακισσός αρσενικό
- (φυτό) είδος αναρριχώμενου φυτού της οικογένειας Araliaceae με πλατιά παλαμοειδή φύλλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κισσός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κισσός | οἱ | κισσοί |
γενική | τοῦ | κισσοῦ | τῶν | κισσῶν |
δοτική | τῷ | κισσῷ | τοῖς | κισσοῖς |
αιτιατική | τὸν | κισσόν | τοὺς | κισσούς |
κλητική ὦ! | κισσέ | κισσοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κισσώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κισσοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κισσός < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακισσός αρσενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κισσός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κισσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.