Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κισσός οι κισσοί
      γενική του κισσού των κισσών
    αιτιατική τον κισσό τους κισσούς
     κλητική κισσέ κισσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αναρριχώμενος κισσός

  Ετυμολογία επεξεργασία

κισσός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κισσός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κισ‐σός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κισσός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κισσός οἱ κισσοί
      γενική τοῦ κισσοῦ τῶν κισσῶν
      δοτική τῷ κισσ τοῖς κισσοῖς
    αιτιατική τὸν κισσόν τοὺς κισσούς
     κλητική ! κισσέ κισσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κισσώ
γεν-δοτ τοῖν  κισσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κισσός < άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κισσός αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία