Δείτε επίσης: μηλοφάγος, Μηλοφάγοι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μηλοφάγος οι Μηλοφάγοι
      γενική του Μηλοφάγου των Μηλοφάγων
    αιτιατική τον Μηλοφάγο τους Μηλοφάγους
     κλητική Μηλοφάγε Μηλοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μηλοφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Μelophagus < αρχαία ελληνική μηλοφάγος < αρχαία ελληνική μῆλον (πρόβατο) + -φάγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.loˈfa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Mη‐λο‐φά‐γος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μηλοφάγος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  • για τις κοινές ονομασίες → δείτε τη λέξη μηλοφάγος