mélophage
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- mélophage < λατινική melophagus < αρχαία ελληνική μῆλον + φάγος
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mélophage | mélophages |
mélophage (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) ο μηλοφάγος